- αιτωλικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή σχετίζεται με την Αιτωλία: Η αιτωλική συμπολιτεία ιδρύθηκε στο τέλος του 4ου π.Χ. αιώνα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Αἰτωλικός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιτωλικός — ή, ό (Α αἰτωλικός, ή, όν) [Αἰτωλός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αιτωλία ή στους Αιτωλούς … Dictionary of Greek
Αἰτωλικά — Αἰτωλικός neut nom/voc/acc pl Αἰτωλικά̱ , Αἰτωλικός fem nom/voc/acc dual Αἰτωλικά̱ , Αἰτωλικός fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰτωλικῶν — Αἰτωλικός fem gen pl Αἰτωλικός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰτωλικόν — Αἰτωλικός masc acc sg Αἰτωλικός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰτωλικαί — Αἰτωλικός fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰτωλικοῖς — Αἰτωλικός masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰτωλικοῦ — Αἰτωλικός masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰτωλικῆς — Αἰτωλικός fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰτωλικῇ — Αἰτωλικός fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)